- πολύαρχον
- πολύαρχοςruling over manymasc/fem acc sgπολύαρχοςruling over manyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολύαρχον — Πολύαρχος ruling over many masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύαρχος — ον, Α 1. αυτός που κυβερνά πολλούς, που διοικεί πολλούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύαρχον πολυαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος] … Dictionary of Greek